μουσούμαι

μουσούμαι
μουσοῡμαι, -όομαι (Α)
βλ. μουσώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”